- ὑπόφρικον
- ὑπόφρικοςshuddering a littlemasc/fem acc sgὑπόφρικοςshuddering a littleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] … Dictionary of Greek